φρυνεός

φρυνεός
ὁ, Α [φρύνος]
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «δηλονότι φρῡνος
φρυνεὸς... εἶδος βατράχου, παρὰ τὸ ἐμφερεῑς εἶναι πρὸς τοὺς ἄλλους, ἤ ἀπὸ τοῡ φέρεσθαι ἀπὸ τῆς λιμνώδους φύσεως ἐπὶ τὸ χερσαῑον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”